- συβάζω
- Ν1. συμβιβάζω2. μέσ. συβάζομαια) συμφωνώ, παραδέχομαιβ) (σχετικά με ζήτημα ή διαφορά) καταλήγω σε συμφωνία.[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβιβάζω, με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοσύβαστος — η, ο αυτός που δύσκολα συμφιλιώνεται, κακοσυμβίβαστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + συβάζω «συμβιβάζω, συμφωνώ»] … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
σύβασμα — το, Ν [συβάζω] σύβαση … Dictionary of Greek